Η απόλυτη ακυρότητα ως λόγος έφεσης βουλεύματος

Σύμφωνα με το άρθρο 171 του ΚΠΔ απόλυτη ακυρότητα υπάρχει: «1. Αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν: α) τη σύνθεση του δικαστηρίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών και του παρόντος κώδικα για ακυρότητα εξαιτίας κακής σύνθεσής του, β) την κίνηση της ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα και την υποχρεωτική συμμετοχή του στη διαδικασία στο ακροατήριο και σε πράξεις της προδικασίας που ορίζονται στον νόμο, γ) την αναστολή της ποινικής δίωξης σε όσες περιπτώσεις την επιβάλλει υποχρεωτικά ο νόμος, δ) την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου ή του προσώπου στο οποίο αποδίδεται η πράξη κατά την προκαταρκτική εξέταση και την άσκηση των δικαιωμάτων που τους παρέχονται από τον νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και τον Χάρτη Θεμελιωδών Ελευθεριών της Ε.Ε.

  1. Αν ο κατηγορούμενος ζήτησε να ασκήσει δικαίωμα που του παρέχεται από τον νόμο και το δικαστήριο του το αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί για την σχετική αίτηση.
  2. Αν ο υποστηρίζων την κατηγορία παρέστη παράνομα στην διαδικασία του ακροατηρίου». Με το νέο ΚΠΔ στο άρθρο 171 προστέθηκε η παρ. 2, οπότε και έγινε αναρίθμηση των παραγράφων, απαλείφθηκε ο όρος του πολιτικώς ενάγοντα και αντικαταστάθηκε από τον όρο «υποστηρίζων», δεδομένου ότι πλέον μόνο προς υποστήριξη της κατηγόριας δύναται να παραστεί ο παθών εκ του εγκλήματος, ενώ έγιναν και κάποιες τροποποιήσεις στο εδ. α’ αλλά και στο εδ’ γ’ αναφορικά με την επέκταση της απόλυτης ακυρότητας και στο πρόσωπο στο οποίο αποδίδεται η πράξη κατά την προκαταρκτική εξέταση, πρόταση που δεν υπήρχε στο καταργηθέν άρθρο 171 του ΚΠΔ.

Περαιτέρω, ως προς την απόλυτη ακυρότητα του δ΄ εδαφίου, αναφορικά με την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου ή του προσώπου στο οποίο αποδίδεται η πράξη κατά την προκαταρκτική εξέταση, γίνεται δεκτό ότι « (…)  Η εντεύθεν απόλυτη ακυρότητα ανακύπτει, σύμφωνα με την τελικώς επικρατήσασα άποψη, σε όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες υπάρχει από τον νόμο υποχρέωση του δικαστή να προκαλέσει τις προϋποθέσεις εκείνες, οι οποίες καθιστούν δυνατή την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών «αυτεπαγγέλτως» και χωρίς την υποβολή σχετικής αίτησης από τον κατηγορούμενο». Ο όρος υπεράσπιση του κατηγορουμένου, περαιτέρω, πρέπει να νοηθεί υπό ευρεία έννοια και σ’ αυτόν υπάγονται όλες οι διατάξεις που συμβάλλουν με οποιονδήποτε τρόπο στην υπεράσπισή του, όπως λ.χ. των άρθρων 233 για τον διορισμό διερμηνέα στον αγνοούντα την Ελληνική και όχι απλώς αλλοδαπό.

Σύμφωνα δε με το άρθρο 174 παρ. 1 του ΚΠΔ ορίζεται ότι «Η απόλυτη ακυρότητα λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας ακόμη και στον Άρειο Πάγο. Αν η απόλυτη ακυρότητα αναφέρεται σε πράξεις της προδικασίας μπορεί να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως ή να προταθεί ωσότου γίνει αμετάκλητη η παραπομπή στο ακροατήριο». Ακολούθως, σύμφωνα με το άρθρο 175 παρ. 1 του ΚΠΔ ορίζεται ότι «Ακυρότητα που δεν προτάθηκε σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο καλύπτεται».

Εν προκειμένω και για τους σκοπούς του παρόντος, του οποίου η ανάλυση περιορίζεται στην άσκηση έφεσης από τον κατηγορούμενο κατά βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών, που τον παραπέμπει για κακούργημα, το οποίο προσβάλλεται για λόγο απόλυτης ακυρότητας, και ιδίως για ακυρότητα αναφορικά με την υπεράσπιση του κατηγορουμένου, υπό την ευρεία έννοια σχολιάζονται κατωτέρω το υπ’ αριθ. 53/2019 αμετάκλητο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λαμίας (αδημ.), καθώς και το υπ’ αριθ. 1/2020 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Λαμίας (αδημ.), που εξεδόθη, έπειτα από νόμιμη και εμπρόθεσμη άσκηση έφεσης του κατηγορουμένου που παραπεμπόταν για κακούργημα, δυνάμει και εναντίον του υπ’ αριθ. 53/2019 αμετάκλητου βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λαμίας.

Έπειτα από μήνυση που υποβλήθηκε από τη μητέρα ανήλικης με συμπληρωμένο το δέκατο τέταρτο (14ο) έτος της ηλικίας, αλλά όχι το δέκατο πέμπτο (15ο), διενεργήθηκε κύρια ανάκριση για το κακούργημα της απόπειρας βιασμού, του πλημμελήματος της απόπειρας αποπλάνησης ανηλίκου που έχει συμπληρώσει τα δεκατέσσερα (14) αλλά όχι τα δεκαπέντε (15) έτη και της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας με παθόντα νεότερο από δώδεκα (12) ετών, εναντίον αλλοδαπού υπηκόου που γνώριζε ελάχιστα την Ελληνική, μολονότι είχε πολλά χρόνια στην Ελλάδα. Κατά τη διενέργεια της προανακριτικής του κατάθεσης στο τέλος αυτής γίνεται μνεία από τον ανακριτικό υπάλληλο ότι ο εξεταζόμενος κατέθεσε «Μιλάω και κατανοώ την Ελληνική γλώσσα σε αρκετά καλό βαθμό». Αφού προσήλθε στον αρμόδιο Εισαγγελέα, παραπέμφθηκε στον ανακριτή για να απολογηθεί κι έχοντας λάβει σχετική προθεσμία, απολογήθηκε δια υπομνήματος κι αφού παρίστατο ο συνήγορος υπεράσπισής του, στον οποίο ανακοινώθηκαν οι αποδιδόμενες κατηγορίες. Επί της ουσίας αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες, όπως τουλάχιστον ο ίδιος της αντιλαμβανόταν κι όπως του τις είχε μεταφέρει ο συνήγορος υπεράσπισής του. Μετά την απολογία του, αφέθηκε ελεύθερος με περιοριστικούς όρους. Σημειωτέον ότι μετά τη μήνυση που υπέβαλε η μητέρα της ανήλικης κι αφού λήφθηκε κατάθεση από το υποτιθέμενο θύμα, το τελευταίο επανήλθε την ίδια ημέρα με συμπληρωματική κατάθεση, προσκομίζοντας μία σκισμένη μπλούζα, την οποία σύμφωνα με τα όσα κατέθεσε την είχε σκίσει ο φερόμενος ως δράστης. Για τον λόγο αυτόν διορίστηκε πραγματογνώμονας προκειμένου να διερευνήσει μέσω της επιστημονικής ανάλυσης, κι αφού λήφθηκε βιολογικό υλικό και από τον κατηγορούμενο, προκειμένου να διαπιστωθεί για το αν πράγματι η μπλούζα είχε γενετικό υλικό του κατηγορουμένου. Η διενεργηθείσα πραγματογνωμοσύνη διεξήχθη και η έκθεση απεστάλη από τον πραγματογνώμονα στον Ανακριτή και επισυνάφθηκε στη δικογραφία. Από την έκθεση πραγματογνωμοσύνης ουδέν βιολογικό υλικό του κατηγορουμένου βρέθηκε στη σκισμένη μπλούζα της ανήλικης φερόμενης ως παθούσα.

Χαρακτηριστικό του με αριθμό 53/2019 βουλεύματος στο βαθμό που προκαλεί μέγιστες απορίες, αναφορικά με το αν τελικά ο κάθε κατηγορούμενος πράγματι τεκμαίρεται αθώος μέχρι αποδείξεως του εναντίου, ήτοι της ενοχής του, την οποία, φυσικά, η εισαγγελική αρχή είναι αυτή που πρέπει ν’ αποδείξει, αποτελεί το γεγονός ότι στην εισαγγελική της πρόταση, η Εισαγγελέας, ενώ απαριθμεί και σχολιάζει αποδεικτικά μέσα και μαρτυρικές καταθέσεις και συνάγει λογικά, σύμφωνα με τη δική της αντίληψη συμπεράσματα από τις συμπεριφορές των εμπλεκόμενων προσώπων – μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που φαίνεται να έχει μια ιδία γνώση για τα πραγματικά περιστατικά ωσάν να ήταν παρούσα καθ’ όλη τη διάρκεια του υποτιθέμενου συμβάντος – εντούτοις, δεν έκανε καμία απολύτως αναφορά στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης, εκ της οποίας αποδεικνυόταν ότι ο κατηγορούμενος όχι μόνο δεν είχε σκίσει τη μπλούζα της ανήλικης, αλλά πολύ περισσότερο δεν πρέπει να ήταν καν στον χώρο, που διαδραματίστηκε το όλο σκηνικό. Παραδόξως, όμως, η ως άνω εισαγγελική πρόταση έγινε στο σύνολό της δεκτή και στο σημείο αυτό ερωτηματικά προκαλεί και η στάση του δικαστικού συμβουλίου. Συνεπώς, ο κατηγορούμενος παραπέμφθηκε να δικαστεί για τα ως άνω εγκλήματα ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Λαμίας. 

Από μία πρόχειρη ανάγνωση του υπό κρίση βουλεύματος κι εφόσον κάποιος είχε διαθέσιμα όλα τα στοιχεία της δικογραφίας, όπως εν προκειμένω είχαν και τα μέλη του δικαστικού συμβουλίου, αλλά και η Εισαγγελέας, πρώτιστη υποχρέωση των οποίων είναι η αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας, προκύπτει αναμφισβήτητα σοβαρότατη παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας του κατηγορουμένου, αλλά και του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη που έχει ο τελευταίος, ήτοι κατάφωρη παραβίαση του δικαιώματος υπεράσπισής του, οδηγώντας σε απόλυτη ακυρότητα της προδικασίας, δεδομένου ότι ενώ υφίστατο η έκθεση πραγματογνωμοσύνης, που επί της ουσίας δεν συνέδεε τον κατηγορούμενο με τις ανωτέρω πράξεις, κυρίως με αυτή της απόπειρας βιασμού, εντούτοις προκύπτει ότι σε ολόκληρο το βούλευμα δεν γίνεται καθόλου αναφορά σε αυτή, ούτε καν αξιολογείται ως αποδεικτικό μέσο. 

Ο κατηγορούμενος, παραπονεθείς για την κρίση του δικαστικού συμβουλίου, το οποίο τον παρέπεμψε με το υπ’ αριθ. 53/2019 βούλευμα, άσκησε έφεση εναντίον αυτού επικαλούμενος απόλυτη ακυρότητα του άρθρου 171 παρ. 1 περ. β και δ ΚΠΔ, διότι θεωρούσε ότι εθίγησαν τα υπερασπιστικά του δικαιώματα: α) από την αντιφατική αναφορά στην εισαγγελική πρόταση, στην οποία το βούλευμα παρέπεμψε εξ ολοκλήρου, του τόπου τελέσεως των αξιοποίνων πράξεων (…), β) από τη μη τήρηση των διατάξεων του άρθρου 226Α ΚΠΔ και την παράλειψη μαρτυρικής εξέτασης των ανηλίκων θυμάτων κατά τους όρους αυτού και γ) από την παράλειψη εξέτασης κατά την ανάκριση ουσιώδους κατά την κρίση μάρτυρα. Πρόσβαλε δε το υπό κρίση βούλευμα και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, την οποία, όμως, ο αρμόδιος Εισαγγελέας Εφετών στην πρότασή του, την απορρίπτει ως αόριστη. Την απόρριψη πρότεινε και για τους άλλους λόγους που επικαλέστηκε ο εκκαλών – κατηγορούμενος, αιτιολογώντας κάθε φορά την κρίση του αυτή. Ωστόσο, στο 4ο φύλλο του υπό κρίση βουλεύματος η εισαγγελική πρόταση αναφέρει τα εξής: «Ο εκκαλών διαμαρτυρήθηκε παράλληλα και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και συγκεκριμένα, διότι δεν εκτιμήθηκε ιδιαιτέρως η από 29 Αυγούστου 2015 έκθεση πραγματογνωμοσύνης υπ’ αριθ. πρωτ. 3022/9/22620-α της Υπαστυνόμου Α Βιολόγου Χριστίνας Παπαδοπούλου με την οποία συμπεραίνεται ότι δεν ανιχνεύτηκε γενετικό υλικό του κατηγορουμένου στα πειστήρια ρούχα που φορούσε η πρώτη ανήλικη παθούσα κατά τη διάπραξη των εις βάρος της εγκλημάτων. Ο λόγος αυτός δεν δύναται να αποτελέσει όμως λόγο εφέσεως του βουλεύματος». Κατ’ αρχάς, μία πρώτη αστοχία της εν λόγω εισαγγελικής πρότασης αποτελεί η αναφορά ότι «δεν εκτιμήθηκε ιδιαιτέρως», ενώ η πραγματικότητα είναι ότι δεν εκτιμήθηκε καθόλου, διότι στο προσβληθέν βούλευμα καμία αναφορά δεν γίνεται στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης. Μία δεύτερη αστοχία, σαφώς ουσιωδέστερη για τα δικαιώματα του εκκαλούντα, που κατά την άποψή μου, στοιχειοθετούσε απόλυτη ακυρότητα, αποτελεί η αναφορά του Εισαγγελέα Εφετών ότι «Ο λόγος αυτός δεν δύναται να αποτελέσει όμως λόγο εφέσεως του βουλεύματος». Η στάση αυτή με βρίσκει εντελώς αντίθετο, διότι το δικαίωμα υπερασπίσεως του κατηγορουμένου πρέπει να εκλαμβάνεται με την ευρεία έννοιά του, στην οποία εντάσσεται οποιοσδήποτε υπερασπιστικός ισχυρισμός, που πρωτίστως οδηγεί στην αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας, τόσο κατά το στάδιο της προδικασίας όσο και σε αυτό της κύριας διαδικασίας και δευτερευόντως, στη μη παραπομπή ή απαλλαγή του κατηγορουμένου, όπως θα έπρεπε να γίνει εν προκειμένω. Η κακή εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, και ιδίως, αποδεικτικών μέσων που τείνουν στην αποκάλυψη της αλήθειας για τα υπό κρίση εγκλήματα, αφού η σκισμένη μπλούζα που παραδόθηκε από την ανήλικη αυτόν τον σκοπό είχε, ήτοι να προσδώσει στην ψευδή, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων καταγγελία της, περισσότερη ισχύ, δύναται να στοιχειοθετήσει αυτοτελώς λόγο εφέσεως κατά βουλεύματος, διότι υφίσταται παραβίαση του δικαιώματος της υπεράσπισης του κατηγορουμένου, που οδηγεί σε απόλυτη ακυρότητα. Μάλιστα, ο Εισαγγελέας προβαίνει και σε τρίτη αστοχία στην πρότασή του αναφορικά με την έκθεση πραγματογνωμοσύνης, για την οποία αναφέρει ότι «(…) συμπεραίνεται ότι δεν ανιχνεύτηκε γενετικό υλικό», ενώ η σωστή ορολογία θα ήτο «αποδεικνύεται» δεδομένου ότι εφαρμόζονται επιστημονικές πρακτικές για το αποτέλεσμα και όχι λογικές διεργασίες. 

Ως εκ τούτου, υφίστατο απόλυτη ακυρότητα του πρωτοδίκου βουλεύματος, την οποία το Συμβούλιο Εφετών μη ορθώς δεν έλαβε υπόψη και κακώς επικύρωσε αυτό, παραπέμποντας, εν συνεχεία, τον κατηγορούμενο στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο. Την άποψη αυτή ενστερνίστηκε και εξέφρασε δημόσια στην αγόρευσή του ο Εισαγγελέας του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Λιβαδειάς, στο οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση για να εκδικαστεί, με την οποία συντάχθηκε και ο γράφων, ο οποίος εκπροσωπούσα στο ακροατήριο τον κατηγορούμενο, αφού το Συμβούλιο Εφετών θα μπορούσε ήδη από τότε να απαλλάξει τον κατηγορούμενο από τα ως άνω αδικήματα.

Για την ιστορία και ως προς το αποτέλεσμα, αναφέρεται ότι ο κατηγορούμενος τελικά κρίθηκε αθώος για όλες τις πράξεις με πλειοψηφία 4 έναντι 3. Μειοψήφησαν δύο τακτικοί δικαστές και ένας ένορκος, οι οποίοι είχαν την άποψη ότι ο κατηγορούμενος έπρεπε να κηρυχθεί ένοχος για την τρίτη πράξη της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας με παθόντα νεότερο των δώδεκα (12) ετών καθώς και ότι έπρεπε να κηρυχθεί ένοχος κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας σε προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας για την πρώτη και τη δεύτερη πράξη του κατηγορητηρίου [ήτοι, από απόπειρα βιασμού (α1 πράξη) και από απόπειρα αποπλάνησης ανηλίκου, που είχε συμπληρώσει τα δεκατέσσερα (14) αλλά όχι τα δεκαπέντε (15) έτη (β1 πράξη)], παραβλέποντας προκλητικά την έκθεση της πραγματογνωμοσύνης.

Ένας ακόμη λόγος απόλυτης ακυρότητας, ο οποίος, όμως, δεν προβλήθηκε με την άσκηση της έφεσης, αλλά υποβλήθηκε από τον γράφοντα στο ακροατήριο και απορρίφθηκε ως απαράδεκτος, όπως ήταν αναμενόμενο λόγω της μη νόμιμης προβολής του μέχρι το πέρας της προδικασίας, αφορούσε το δικαίωμα του κατηγορουμένου να πληροφορηθεί το συντομότερο δυνατό σε γλώσσα που εννοεί και κατανοεί και λεπτομερώς, τη φύση και τον λόγο της κατηγορίας εναντίον του, διότι το ως άνω δικαίωμα του εκάστοτε κατηγορουμένου δεν αναιρείται και δεν απόλλυται ακόμα κι αν παρίσταται με συνήγορο υπεράσπισης κατά την απολογία του ή κατά την εξέτασή του, στον οποίο γνωστοποιείται η αποδιδόμενη κατηγορία, διότι έχει δικαίωμα ο κατηγορούμενος να γνωρίζει ο ίδιος τους λόγους της εναντίον του κατηγορίας, όπως διατυπώνονται στο παραπεμπτικό βούλευμα, ώστε ο ίδιος να μπορέσει να υπερασπίσει τον εαυτό του. Ο κατηγορούμενος ανάλογα με τους λόγους της εναντίον του κατηγορίας, όπως διατυπώνονται στο βούλευμα και του γνωστοποιούνται επίσημα με την επίδοση του βουλεύματος σε γλώσσα που κατανοεί, καθορίζει ο ίδιος την υπερασπιστική στάση, στρατηγική και τακτική του και δεν εξαρτάται από τη γνωστοποίηση που θα του κάνει ο συνήγορός του, με τον οποίο μάλιστα, μετά από την παραπομπή του, η σχέση εμπιστοσύνης μπορεί να έχει διαταραχθεί και μπορεί να θέλει να άρει τον διορισμό του. Εν προκειμένω το δικαίωμά του αυτό δεν λήφθηκε υπ’ όψιν από την Ανακρίτρια, διότι ίσως εξέλαβε ως δεδομένο το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος – αλβανικής καταγωγής – μιλούσε σε αρκετά ικανοποιητικό βαθμό την ελληνική γλώσσα, λαμβάνοντας υπόψη, τη δήλωση που είχε κάνει κατά την προανακριτική του κατάθεση, αλλά και θεωρώντας ως δεδομένη τη γνώση του για τις κατηγορίες, επειδή κατά την απολογία του συμπαρίστατο συνήγορος υπεράσπισης. Για τον λόγο αυτό και το παραπεμπτικό βούλευμα με το οποίο παραπέμφθηκε ενώπιον του ΜΟΔ, δεν του επιδόθηκε μεταφρασμένο, το οποίο, αν και προσεβλήθη εμπροθέσμως και νομίμως, η έφεσή του δεν διαλάμβανε κανέναν λόγο απόλυτης ακυρότητας, αναφορικά με την υπεράσπισή του, κατά την προδικασία, οπότε κι εξεδόθη το υπ’ αριθ. 1/2020 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Λαμίας, το οποίο επικύρωσε το παραπεμπτικό βούλευμα, αλλά και που κάλυψε την μη προταθείσα υπ’ αυτού απόλυτη ακυρότητα, η οποία δεν προτάθηκε όπως και όταν έπρεπε. 

Φυσικά, η μη προβολή της υπό κρίση ακυρότητας – απόλυτης – δεν οφειλόταν στον ίδιο, διότι αν του είχε γνωστοποιηθεί κάτι τέτοιο, σαφώς και θα ζητούσε να του επιδοθεί το παραπεμπτικό βούλευμα μεταφρασμένο, προκειμένου να κατανοήσει στην αλβανική γλώσσα τις αποδιδόμενες σε αυτόν κατηγορίες, έτσι ώστε να προετοιμάσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την υπεράσπισή του. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος δεν μπορούσε να αντιληφθεί γλωσσικά και να κατανοήσει, οπότε και δεν απολογήθηκε ουσιαστικά ούτε ετοίμασε σωστά την υπεράσπισή του, τις κατηγορίες της αποπλάνησης παιδιού και της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας. Θεωρώ, ότι στο στάδιο της Ανάκρισης, η Ανακρίτρια θα έπρεπε, ενόψει του δόγματος ότι αναζητείται η ουσιαστική αλήθεια, να καταλάβει ότι ο υπό κρίση κατηγορούμενος δεν αντιλαμβάνεται τόσο την ουσία των αποδιδόμενων σε αυτόν κατηγοριών όσο και την ποσότητα αυτών, έτσι ώστε να του διοριστεί διερμηνέας κατά την απολογία του ( κάτι που έγινε κατόπιν αιτήσεώς του στο ακροατήριο), αλλά και να του επιδοθεί μεταφρασμένο από την ελληνική στην αλβανική το παραπεμπτικό βούλευμα, προκειμένου αφενός να εφεσιβάλει αυτό πληρέστερα, αφετέρου και με την απόρριψή του να προετοιμάσει καλύτερα την υπεράσπισή του, λαμβανομένου ιδιαιτέρως υπόψη ότι ακόμα και στο ακροατήριο ο τελευταίος νόμιζε ότι η μοναδική κατηγορία που τον βάραινε, ήταν αυτή της απόπειρας βιασμού. 

Επίλογος – Συμπεράσματα

Είναι γεγονός ότι μία δικαστική κρίση δύναται να είναι λανθασμένη. Άλλωστε οι δικαστικές κρίσεις διατυπώνονται από τους δικαστές, οι οποίοι είναι άνθρωποι και ως εκ τούτου ουδείς εξ αυτών είναι αλάνθαστος. Η πρόβλεψη και θεμελίωση των ενδίκων μέσων αποσκοπεί αφενός στον έλεγχο της λαθεμένης δικαστικής κρίσης, από ανώτερα δικαστήρια ή δικαστικά συμβούλια, αντίστοιχα, στο πεδίο του ποινικο-δικονομικού δικαίου, αφετέρου στην ορθότερη απονομή της δικαιοσύνης. Ειδικά, τα ένδικα μέσα κατά βουλευμάτων, και ιδίως η έφεση, η οποία δύναται ν’ ασκηθεί για τους λόγους που προβλέπονται εναντίον παραπεμπτικού βουλεύματος για κακούργημα αποτελεί το τελευταίο καταφύγιο του αδίκως παραπεμφθέντα να δικαιωθεί, ήδη από το στάδιο της προδικασίας, αποφεύγοντας τη βάσανο του ακροατηρίου και μιας κύριας διαδικασίας, που πράγματι στιγματίζει. Ωστόσο, εμφιλοχωρεί ο κίνδυνος και η δευτεροβάθμια κρίση να είναι επίσης εσφαλμένη, όπως παρατηρήθηκε ανωτέρω. Σε κάθε περίπτωση η ύπαρξη των ενδίκων μέσων δημιουργεί δικλείδες ασφαλείας, λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι είναι σε θέση να υποδείξουν τα σφάλματα των πρωτόδικων, αλλά και των δευτεροβάθμιων  κρίσεων και να οδηγήσουν σε ορθή απονομή της δικαιοσύνης, αποκαθιστώντας ενδεχόμενες αδικίες.

Κλείστε σήμερα
ένα ραντεβού μαζί μας!

Επικοινωνία

Υπηρεσίες

Αστικό Δίκαιο

Διοικητικό Δίκαιο

Ποινικό Δίκαιο

Υπηρεσίες Διαμεσολάβησης

Μετάφραση Εγγράφων

© 2024 Παναγιώτης Λ. Κυριάκου
Κατασκευή & Φιλοξενία Ιστοσελίδας 19CLOUDS