Απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού περί τοξικομανίας

Η με αριθμό 13/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αιγαίου ασχολείται με το συχνότατο φαινόμενο της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών,
όπως αυτή ορίζεται στο 20 παρ. 2 του Ν. 4139/2013 και όπως η παρ. 2 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του Ν.4523/2018; «Με την επιφύλαξη των διατάξεων
του άρθρου 2Α και 29, ως έγκλημα διακίνησης ναρκωτικών νοείται κάθε πράξη με την οποία συντελείται η κυκλοφορία ναρκωτικών ουσιών ή πρόδρομων ουσιών που αναφέρονται στους πίνακες της παραγράφου 2 του άρθρου 1 και ιδίως η εισαγωγή, η εξαγωγή, η διαμετακόμιση, η πώληση, η αγορά, η προσφορά, η διανομή, η διάθεση, η αποστολή, η παράδοση, η αποθήκευση, η παρακατάθεση, η παρασκευή, η κατοχή, η μεταφορά, η νόθευση, η πώληση νοθευμένων ειδών μονοπωλίου ναρκωτικών ουσιών, η καλλιέργεια ή η συγκομιδή οποιουδήποτε φυτού του γένους της κάνναβης, του φυτού της μήκωνος της υπνοφόρου, οποιουδήποτε είδους φυτού του γένους ερυθροξύλου, καθώς και οποιουδήποτε άλλου φυτού από το οποίο παράγονται ναρκωτικές ουσίες, η παραγωγή και η εκχύλιση ναρκωτικών ουσιών, η χορήγηση ουσιών για υποκατάσταση της εξάρτησης κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων, η διεύθυνση καταστήματος το
οποίο γίνεται εν γνώσει του δράστη συστηματική διακίνηση ναρκωτικών, η χρηματοδότηση, η οργάνωση ή η διεύθυνση δραστηριοτήτων διακίνησης ναρκωτικών
ουσιών, η νόθευση ή η κατάρτιση ή η χρησιμοποίηση πλαστής ιατρικής συνταγής για την χορήγηση ναρκωτικών με σκοπό τη διακίνησή τους, καθώς και η μεσολάβηση σε κάποια από τις πράξεις αυτές».

Στην υπό κρίση υπόθεση υποβλήθηκε εκ μέρους του α’ κατηγορουμένου ο αυτοτελής ισχυρισμός περί τοξικομανίας αυτού, προκειμένου να τύχει των ευεργετικών αποτελεσμάτων του άρθρου 30 παρ. 1 και 4 του Ν. 4139/2013. Αναφορικά δε με την τοξικομανία των χρηστών ναρκωτικών ουσιών και για το αν
πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτής, ορίζουν οι παρ. 2 και 3 του ιδίου άρθρου «2. Η συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων της προηγούμενης παραγράφου διαπιστώνεται κατά την άσκηση της ποινικής δίωξης και σε κάθε φάση της ποινικής διαδικασίας, σύμφωνα με την αρχή της ηθικής αποδείξεως, όπως ορίζεται από το άρθρο 177 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. 3. Για τη διάγνωση της εξάρτησης ενός προσώπου από ναρκωτικά συνεκτιμώνται ιδίως ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα στοιχεία: πιστοποιήσεις αναγνωρισμένων υπηρεσιών απεξάρτησης, χορήγησης υποκατάστατων ή ανταγωνιστικών στα οπιοειδή ουσιών, περίθαλψης για παθήσεις συνδεόμενες με τη χρήση ουσιών, ψυχολογικά και κοινωνικά δεδομένα που αφορούν τον κατηγορούμενο, ευρήματα εργαστηριακών εξετάσεων που αποκαλύπτουν χρήση ναρκωτικών για μακρόχρονες περιόδους. Σε κάθε φάση της ποινικής διαδικασίας δύναται να διαταχθεί πραγματογνωμοσύνη είτε αυτεπάγγελτα είτε μετά από αίτημα του κατηγορουμένου, προκειμένου να καθοριστεί αν πράγματι υπάρχει εξάρτηση, όπως επίσης και το είδος και η βαρύτητα αυτής. Η αποδοχή ή η απόρριψη του αιτήματος για πραγματογνωμοσύνη πρέπει να αιτιολογείται ειδικά. Η πραγματογνωμοσύνη
συνεκτιμάται με τα παραπάνω διαγνωστικά κριτήρια. Πίνακας με τις υπηρεσίες που πληρούν τις προϋποθέσεις για τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης διαβιβάζεται ανά έτος στον αρμόδιο εισαγγελέα με ευθύνη των Υπουργείων που τις εποπτεύουν. Οι εργαστηριακές εξετάσεις διενεργούνται από αρμόδια δημόσια εργαστήρια της χώρας, όπως τα πανεπιστημιακά εργαστήρια και τα εργαστήρια των Ιατροδικαστικών Υπηρεσιών και τα εργαστήρια της Ελληνικής Αστυνομίας».

Ωστόσο, ενώ το Δικαστήριο δέχθηκε ότι «ο πρώτος κατηγορούμενος είναι χρήστης κάνναβης από δέκα τεσσάρων (14) ετών και κατά διαστήματα έχει κάνει
προσπάθειες να σταματήσει την χρήση», αποδεχόμενο εμμέσως ότι αυτός είχε αποκτήσει την έξη της ναρκωτικής ουσίας της ινδικής κάνναβης, « (…) αφού ο
κατηγορούμενος είχε κάνει προσπάθειες να σταματήσει τη χρήση, την οποία προφανώς και δεν σταμάτησε», εντούτοις απέρριψε τον ως άνω αυτοτελή ισχυρισμό ως αβάσιμο, με το εξής σκεπτικό: « Όμως η μακρά απλώς χρήση χασίς, συνεπάγεται μικρού βαθμού κυρίως ψυχολογική εξάρτηση, την οποία ο πρώτος κατηγορούμενος χρήστης μπορούσε αυτοδυνάμως να αποβάλει, εάν το είχε αποφασίσει ο ίδιος, ενώ δεν του έλλειπε κυρίως σωματικά η ουσία αφού η κάνναβη δεν προκαλεί σωματική εξάρτηση ούτε η έλλειψή της συνοδεύεται από κάποιου είδους στερητικό σύνδρομο. Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο και ούτε κατά το χρονικό διάστημα της κρατήσεώς του που επακολούθησε της συλλήψεως μέχρι να αφεθεί ελεύθερος, δεν αποδείχθηκε ότι παρουσίαζε στερητικά φαινόμενα, όπως έντονες σωματικές διαταραχές, που καταδεικνύουν την εξάρτηση από την παραπάνω ή άλλες
ναρκωτικές ουσίες σε βαθμό, που ο χρήστης τους να μη μπορεί να αποβάλει την έξη με τις δικές του δυνάμεις. Έτσι δεν αποδείχθηκε ότι ο πρώτος  κατηγορούμενος ήταν τοξικομανής κατά την έννοια του νόμου, ότι είχε δηλαδή αποκτήσει την έξη της χρήσης ναρκωτικών ουσιών και μάλιστα σε βαθμό, που δεν μπορούσε να την αποβάλει με δικές του δυνάμεις. Έκανε χρήση προς ευχαρίστηση του, προφανώς ελεγχόμενη από τον ίδιο  και χωρίς να δημιουργήσει εξάρτηση, ώστε να μπορεί να χαρακτηρισθεί τοξικομανής».

Λαμβανομένου υπ’ όψιν της δυνατότητας που παρέχει το άρθρο 30 παρ. 3 εδ. β’ και γ’ του Ν. 4139/2013, ήτοι ότι σε κάθε φάση της ποινικής διαδικασίας μπορεί
να διαταχθεί αυτεπάγγελτα η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης για να αποδειχθεί ή όχι η εξάρτηση του δράστη, το ως άνω Δικαστήριο, αφ’ ης στιγμής διαπίστωσε από το αποδεικτικό υλικό ότι ο α’ κατηγορούμενος έκανε χρήση κάνναβης από δεκατεσσάρων (14) ετών κι ότι είχε κάνει προσπάθειες για να σταματήσει, αλλά δεν τα κατάφερε, κι επειδή οι απειλούμενες ποινές είναι μεγάλες για κάποιον που δεν κριθεί τοξικομανής, θα έπρεπε να διατάξει τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, ούτως ώστε να διαπιστωθεί αν ο α’ κατηγορούμενος ήταν τοξικομανής ή όχι. Η δυνατότητα αυτή παρέχει μεγάλη ασφάλεια δικαίου και ως προς το Δικαστήριο που εκδικάζει μία τέτοια υπόθεση, αλλά και ως προς τον ίδιο τον κατηγορούμενο, δεδομένου ότι οι ποινές κάθειρξης κατ’ άρθρο 1 παρ. 10 του Ν. 3904/2010, το οποίο εφαρμόζεται για πράξεις που έχουν γίνει μέχρι 30-6-2019, ενόψει της μεταβατικής διάταξης του άρθρου 465 εδ. α’ του νέου ΠΚ, δεν μετατρέπονται ούτε φυσικά αναστέλλονται. στις περιπτώσεις καταδίκης για κακούργημα εμπορίας ναρκωτικών. Η κρίση του Δικαστηρίου να απορρίψει τον ως άνω αυτοτελή ισχυρισμό με «ισχνή» μη ειδική και μη εμπεριστατωμένη αιτιολογία καθιστά την απόφαση αναιρετέα.

Συνεπώς, κρίνεται ως επιβεβλημένη η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης όταν το Δικαστήριο από το αποδεικτικό υλικό που έχει μπροστά του δεν μπορεί να
διαπιστώσει με ασφάλεια αν ο κατηγορούμενος είναι τοξικομανής ή όχι, με αποτέλεσμα ακόμα κι αν ο τελευταίος δεν υποβάλει αίτημα για διενέργεια
πραγματογνωμοσύνης για οποιονδήποτε λόγο, να πράττει τούτο το ίδιο το Δικαστήριο, προκειμένου να αποδίδεται ολοκληρωτικά δικαιοσύνη.

Κλείστε σήμερα
ένα ραντεβού μαζί μας!

Επικοινωνία

Υπηρεσίες

Αστικό Δίκαιο

Διοικητικό Δίκαιο

Ποινικό Δίκαιο

Υπηρεσίες Διαμεσολάβησης

Μετάφραση Εγγράφων

© 2024 Παναγιώτης Λ. Κυριάκου
Κατασκευή & Φιλοξενία Ιστοσελίδας 19CLOUDS